φουράνιο — το, Ν χημ. 1. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που απαντά σε μικρές ποσότητες στο ξυλέλαιο τού πεύκου και το οποίο παρασκευάζεται με κατεργασία τής φουρφουράλης ή τού φουροϊκού οξέος με άσβεστο 2. στον πληθ. τα φουράνια συνοπτική ονομασία μεγάλου… … Dictionary of Greek
φουροϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «φουροϊκό οξύ» χημ. ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, παράγωγο τού φουρανίου, που χρησιμοποιείται ως συντηρητικό και βακτηριοκτόνο, στην υφαντουργία και ως ενδιάμεσο σε οργανικές συνθέσεις β) «φουροϊκή αλδεΰδη» χημ.… … Dictionary of Greek
φουρφουραλδεΰδη — η, Ν χημ. άλλη ονομασία της χημικής ένωσης φουρφουράλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στη ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. furfuraldehyde] … Dictionary of Greek
φουρφουρόλη — η, Ν χημ. παλαιότερη ονομασία τής χημικής ένωσης φουρφουράλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. furfurole / furfurele < λατ. furfur «πίτουρο»] … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek